- γεγόναμεν
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηγουμένως — ΝΜΑ επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο») αρχ. 1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.) 2. κατ αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῡ θεοῡ προηγουμένως»,… … Dictionary of Greek
συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия